σωτηριώδης — wholesome masc/fem acc pl (attic epic doric) σωτηριώδης wholesome masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σωτηριώδης wholesome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριώδης — ῶδες, ΜΑ [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που οδηγεί στη σωτηρία, σωτήριος (α. «σωτηριωδέστατον αὐτοῑς εἶναι φάρμακον» Γαλ. β. «τὴν Ἰατρικὴν ἐπιστήμην σωτηριώδη τοῑς ἀνθρώποις τυγχάνειν», Ιουλιαν.) 2. επωφελής, ωφέλιμος. επίρρ... σωτηριωδῶς Μ με τρόπο που… … Dictionary of Greek
σωτηριωδέστερον — σωτηριώδης wholesome adverbial comp σωτηριώδης wholesome masc acc comp sg σωτηριώδης wholesome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριώδει — σωτηριώδης wholesome masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωτηριώδης wholesome masc/fem/neut dat sg σωτηριώδεϊ , σωτηριώδης wholesome dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριώδη — σωτηριώδης wholesome neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωτηριώδης wholesome masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωτηριώδης wholesome masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριωδέστατον — σωτηριώδης wholesome masc acc superl sg σωτηριώδης wholesome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριῶδες — σωτηριώδης wholesome masc/fem voc sg σωτηριώδης wholesome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριώδεις — σωτηριώδης wholesome masc/fem acc pl σωτηριώδης wholesome masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριωδέστερα — σωτηριώδης wholesome neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριωδῶν — σωτηριώδης wholesome masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηριωδῶς — σωτηριώδης wholesome adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)